παρισουμένας

παρισουμένας
παρισουμένᾱς , παρίζω
sit beside
fut part mid fem acc pl (doric)
παρισουμένᾱς , παρίζω
sit beside
fut part mid fem gen sg (doric)
παρισουμένᾱς , παρισόομαι
pres part mp fem acc pl
παρισουμένᾱς , παρισόομαι
pres part mp fem gen sg (doric aeolic)
παρισουμένᾱς , παρισόω
make equal
pres part mp fem acc pl
παρισουμένᾱς , παρισόω
make equal
pres part mp fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παρισώ — όω, Α [πάρισος] 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο, εξισώνω 2. παθ. α) εξισώνομαι με κάποιον, κάνω τον εαυτό μου ίσο ή όμοιο με κάποιον άλλο β) είμαι τόσο μεγάλος όσο... («οὐδὲ νηϊ παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ὁ Λάδων νήσους», Παυσ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”